ὑπονόμους

ὑπονόμους
ὑπόνομος
undermined
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθυπονομεύω — 1. αχρηστεύω ή ανατινάσσω τις υπονόμους των πολιορκητών (ενός οχυρού) κατασκευάζοντας νέες υπονόμους 2. υπονομεύω κάποιον που με υπονομεύει …   Dictionary of Greek

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …   Dictionary of Greek

  • ARUGIA — apud Plin. l. 33. c. 4. ubi de aurifodinis Hispaniae, Aurum arugiâ quaesitum non coquitur, sed statim suum est. Et, tertia ratio opera vicerit gigantum, cuniculis per magna spatia actis cavantur montes ad lucernarum lumina, eadem mensura… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHYTRAE — apud Ammian. Marcellin. l. 22. de Aegyptiis, Sunt Therma lurtra, quae Chytras indigenae vocant. Nempe profundiora loca paludis, uti πελεκάνια, a pelvis profunditate, sic χυτρίνους et χύτρους dicabant Graeci, ab eadem ratione. Hesych. χυτρῖνοι τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CUNICULUS — I. CUNICULUS animal olim Hispaniae peculiare, unde ei nomen forte ex Hebr. saphan, quô cuniculum denotari iam a multis annis, notum est. Certe e Graecis illud soli noverant Massilienses, qui fere sunt in Hispaniae confinio, et in Hadriani nummo,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γεωρύχος — ο (Α γεωρύχος, ον) (κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + ορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • εκκλύζω — ἐκκλύζω (Α) 1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω 2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες 3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά 4. ρέω άφθονα …   Dictionary of Greek

  • λαγουμιτζής — και λαγουμτζής, ο 1. αυτός που κατασκευάζει λαγούμια, υπονόμους 2. (στο παρελθόν) πολεμιστής που ανατίναζε φρούρια χρησιμοποιώντας λαγούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lağimci] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”